θεϊνός

θεϊνός
θεϊνός, ή, όν,= θῖνος (q.v.), GDI4940.26 ([place name] Crete).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεινῶν — θεινός fem gen pl θεινός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινός — κατάλ. πολλών επιθέτων τής ελληνικής η οποία απαντά ήδη από τους ομηρικούς χρόνους και αποτελεί επαυξημένη μορφή τής κατάλ. νος (< IE * no ). Η κατάλ. ινός εμφανίζεται σε επίθετα που προέρχονται από ουσ. ή επιρρ. και σχηματίστηκε με απόσπαση… …   Dictionary of Greek

  • θίνος — θῑνος, ὁ (Α) επιγρ. ιερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Κρητ. τ. τού θέινος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”